wrecker$92578$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

wrecker$92578$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wrecking; Wrecking (disambiguation); Wreckers; Wrecker (disambiguation); The Wrecker (film); The Wrecker (novel); The Wrecker

wrecker      
n. verwoester; sloper; berger; strandjutter; bergingswagen
towing hook         
  • A 1920 Chevrolet tow truck
  • Heavy trucks working on a recovery
  • Loading a flatbed with a winch
  • Heavy tow truck recovering a bus
  • An improperly-parked car being recovered.
  • A wheel-lift truck towing a damaged [[Ford Focus]]
TRUCK USED TO MOVE DISABLED, IMPROPERLY PARKED, IMPOUNDED, OR OTHERWISE INDISPOSED MOTOR VEHICLES
Breakdown van; Tow trucks; Tow-truck driver; Towtruck; Breakdown truck; Towing the vehicle; Spectacle lift; Onroad assistance operator; Spectacle Lift; Breakdown lorry; Towing hook; Tow Truck; Towe truck; Toe truck; Recovery truck; Recovery vehicle; Rollback wrecker
sleephaak
junk yard         
  • Loading a barge in New York
PLACE FOR STORAGE AND DISMANTLING OF USED AUTOMOBILES
Scrapyard; Scrap yard; Salvage yard; Junk yard; Automobile salvage; Auto wrecking; Wreck yard; Breakers yard; Auto wrecker; Junkpile; Junkyards; Auto salvage
plaats waar afgedankte troep wordt opgeslagen en verkocht

Ορισμός

Wrecking
·- ·adj & ·noun from Wreck, v.
II. Wrecking ·p.pr. & ·vb.n. of Wreck.

Βικιπαίδεια

Wrecker

Wrecker, The Wrecker or Wrecking may refer to:

  • Tow truck, the most common form of recovery vehicle
  • Wrecking, a synonym for demolition
  • A person who participates in sabotage
  • Wrecking (Soviet Union), a crime of industrial or economic sabotage
  • Wrecking (shipwreck), hauling away valuables from a shipwreck